-
1 σημειωματάριο
[симиоматарио] ουσ. о. записная книжка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σημειωματάριο
-
2 блокнот
-
3 записной
-
4 книжка
книжка ж 1) см. книга записная \книжка το σημειωματάριο, το καρνέ 2): зачётная \книжка το βιβλιάριο βαθμολογίας сберегательная \книжка το βιβλιάριο ταμιευτερίου трудовая \книжка το εργατικό βιβλιάριο* * *ж1) см. книгазаписна́я кни́жка — το σημειωματάριο, το καρνέ
2)зачётная кни́жка — το βιβλιάριο βαθμολογίας
сберега́тельная кни́жка — το βιβλιάριο ταμιευτερίου
трудова́я кни́жка — το εργατικό βιβλιάριο
-
5 блокнот
το σημειωματάριο, η ατζέντα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > блокнот
-
6 книжка
1. (маленькая книга) το βιβλιαράκι 2. (записная) το σημειωματάριο, η ατζέντα (ξεν.) 3. (сберегательная) το βιβλιάριο (του) ταμιευτηρίου 4. (трудовая) το βιβλιάριο εργασίας/ενσήμων 5. (чековая) το βιβλιάριο/καρνέ/μπλοκ των επιταγών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > книжка
-
7 блокнот
блокнотм τό σημειωματάριο[ν]. -
8 вырывать
вырывать Iнесов прям., перен ἀποσπώ/ξεριζώνω (с корнем):\вырывать из рук ἀρπάζω ἀπ' τά χέρια· \вырывать зуб βγάζω ἕνα δόντι, ἐξάγω ὁδόντα· \вырывать листок нз блокнота κόβω ἕνα φύλλο ἀπό τό σημειωματάριο· \вырывать признание ἀποσπώ ὁμολογία.вырывать IIнесов безл (о рвоте) ξερνῶ, κάνω ἐμετό, ἐμῶ.вырывать IIIнесов1. (яму и т. п.) σκάβω, σκάπτω, ἀνοίγω λάκκο· 2, (откопать что-л.) ξεθάβω, ξεχώνω. -
9 записной
записн||ой Iприл:\записнойая книжка τό μπλοκ, τό σημειωματάριο.записной IIприл разг (заядлый, завзятый) μανιώδης:\записной игрок ὁ μανιώδης παίκτης, ὁ χαρτοπαίκτης· \записной пьяница ὁ ἀδιόρθωτος μπεκρής. -
10 книжка
книжкаж1. см. книга·2. (для записей) τό βιβλιάριο[ν]:записная \книжка τό σημειωματάριο, τό τεφτέρι· сберегательная \книжка τό βιβλιάριο ταμιευτηρίου· расчетная \книжка τό βιβλιάριο πληρωμών· трудова́я \книжка τό βιβλιάριο ἐργασίας· чековая \книжка τό καρνέ τῶν τσέκ. -
11 отмечать
отмечатьнесов1. (делать знак, пометку на чем-л.) σημειώνω, σημειώ, μαρκάρω:\отмечать в записной книжке σημειώνω στό σημειωματάριο·2. (обращать внимание) ὑπογραμμίζω, τονίζω:\отмечать чьй-либо достижения ὑπογραμμίζω τίς ἐπιτυχίες κάποιου·3. (исключать из списка проживающих) διαγράφω. -
12 памятка
памяткаж ὁ ὁδηγός, τό σημειωματάριο. -
13 блокнот
[μπλΑκνότ] ουσ. α. σημειωματάριο -
14 блокнот
[μπλΑκνότ] ουσ α σημειωματάριο -
15 блокнот
-а α.σημειωματάριο, μπλοκ. -
16 записной
1. επ. των σημειώσεων, για σημειώσεις•-ая книжка σημειωματάριο•
-ая тетрадь τετράδιο σημειώσεων.
2. επ. ένθερμος, ζηλωτής, μανιώδης. -
17 книга
-и θ.1. βιβλίο•книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•
переплести -у δένω βιβλίο•
раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•
для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•
книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•
учебная εγχειρίδιο•
бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•
кассовая книга βιβλίο ταμείου•
приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•
церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•
жалобная книга βιβλίο παραπόνων•
сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•
записная книга το σημειωματάριο•
книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.
2. έργο, σύγγραμμα.3. κατάλογος•телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.
4. οδηγός•справочная книга βιβλίο οδηγιών.
5. τόμος.εκφρ.книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης. -
18 книжка
-и θ.1. βλ. книга; интересная книжка ενδιαφέρον βιβλίο•записная книжка σημειωματάριο, δεφτέρι.
2. μεγάλο περιοδικό.3. βιβλιάριο•трудовая книжка βιβλιάριο εργασίας•
чековая книжка το καρνέ των τσεκ•
сберегательная книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου•
расчётная книжка βιβλιάριο πληρωμής•
положить деньги на -у βάζω χρήματα•
ото ταμιευτήριο.
4. ο εχίνος του στομάχου των μηρυκαστικών. -
19 отрывной
επ.τμητός, δυνάμενος να αποκοπεί•отрывной олокнот τμητό σημειωματάριο.
См. также в других словарях:
σημειωματάριο — το βιβλιαράκι σημειώσεων: Έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του και σημείωσε τη διεύθυνσή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημειωματάριο — το, Ν μικρό τετράδιο ή μπλοκ με άγραφα φύλλα, στο οποίο καταγράφει κανείς διάφορες σημειώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείωμα, ατος, + κατάλ. άριο* (πρβλ. αλφαβητ άριο). Η λ., στον λόγιο τ. σημειωματάριον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ατζέντα — η 1. ημερολόγιο σημειωματάριο μικρού σχήματος 2. κατάλογος θεμάτων για συζήτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agenda «ατζέντα» < λατ. agenda («αυτά που πρέπει να γίνουν»), πληθ. του agendum, γερουνδιακού του ρ. ago «άγω, πράττω»] … Dictionary of Greek
δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
καρνέ — το 1. πρόχειρο σημειωματάριο 2. σύνολο εισιτηρίων, επιταγών κ.ά. ομοειδών εντύπων βιβλιοδετημένων σε ένα τεύχος («το καρνέ τών επιταγών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carnet] … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
κατάστιχο — το (Μ κατάστιχο[ν]) 1. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται λογαριασμοί, λογιστικό βιβλίο 2. κατάλογος, σημειωματάριο νεοελλ. φρ. α) «ανοίγω τα παλιά κατάστιχα» i) ανατρέχω στους λογαριασμούς τού παρελθόντος ii) μτφ. ανακινώ παλιές έριδες, ξύνω παλιές… … Dictionary of Greek
κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των … Dictionary of Greek
λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… … Dictionary of Greek
μνημονευτικός — ή, ό (ΑΜ μνημονευτικός, ή, όν) [μνημονευτός] αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική (ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο… … Dictionary of Greek